- χρυσοδαίδαλτον
- χρυσοδαίδαλτοςdecked with rich work of goldmasc/fem acc sgχρυσοδαίδαλτοςdecked with rich work of goldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοδαίδαλτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. διακοσμημένος με χρυσά σχέδια 2. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («ὠ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κυπρίδος ἔρνος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δαίδαλτος (< δαίδάλλω «κοσμώ, διακοσμώ»), πρβλ. ὑψι δαίδαλτος] … Dictionary of Greek